ζωροαστρισμός

ζωροαστρισμός
Zerdüştçülük, Mazdeizm

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ζωροαστρισμός — ο θρησκεία των αρχαίων Περσών που ιδρύθηκε από το Ζωροάστρη ή Ζαρατούστρα: Ασπάζομαι το ζωροαστρισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… …   Dictionary of Greek

  • Μίθρας — Αρχαία θεότητα των Αρίων. Η ινδική (βεδική) θρησκεία τον κατέταξε μεταξύ των σπουδαιότερων θεών του πανθέου της, ενώ στην Περσία, ο ζωροαστρισμός μεταξύ των δαιμόνων. Με την πάροδο του χρόνου όμως ο ζωροαστρισμός τον δέχτηκε ως υπέρτατο άγιο… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μαζνταϊσμός — ή μαζδαϊσμός, ο ιρανική θρησκεία που άκμασε κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα, αλλ. ζωροαστρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζενδικό (αρχ. περσ.) mazdao «παντοδύναμος»] …   Dictionary of Greek

  • Αβδαίος ή Άβδας ή Αβδάς — (5ος αι. μ.Χ.).Ιερομάρτυρας, επίσκοπος στα Σούσα της Περσίας που έζησε στα χρόνια του Θεοδόσιου του Μικρού (408 450). Διακρινόταν για τον ιεραποστολικό του ζήλο. Κήρυττε ότι o ζωροαστρισμός ήταν ειδωλολατρία και πλάνη. Ο Α. μαρτύρησε στους… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα — Θρησκεία θεμελιωμένη στη λατρεία ενός μόνου θεού. Οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί είναι τέσσερις: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός και ο ζωροαστρισμός· οι τρεις πρώτοι συνδέονται: ο ίδιος μόνος θεός των Εβραίων πέρασε στις δύο άλλες θρησκείες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”